Η νόσος Πάρκινσον εντάσσεται στα εξωπυραμιδικά σύνδρομα μαζί με άλλα άτυπα παρκινσονικά σύνδρομα. Η νόσος του Πάρκινσον, αποτελεί μια συχνή, χρόνια νευροεκφυλιστική νόσο, με κινητικές και μη κινητικές εκδηλώσεις. Ειδικά, επειδή υπάρχουν και άλλα παρκινσονικά σύνδρομα που μιμούνται στοιχεία της ν. Πάρκινσον αλλά χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης, η ορθή διάγνωση του ασθενή στα αρχικά στάδια, αποτελεί μία διαγνωστική πρόκληση. Είναι όμως μεγάλης προγνωστικής και θεραπευτικής σημασίας και γι΄ αυτό απαιτεί εξειδικευμένο και με εμπειρία Νευρολόγο.
Ο μέσος όρος της ηλικίας εμφάνισης της ν. Πάρκινσον είναι περί τα 60 έτη και αφορά περίπου το 1% των ανθρώπων αυτής της ηλικίας. Όμως, στο 10% περίπου των ασθενών η διάγνωση γίνεται πριν τα 50. Υπάρχει και η νεανική μορφή της νόσου που εμφανίζεται σε άτομα κάτω των 40 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ποσοστό 5-10% των συνολικών ασθενών με νόσο του Πάρκινσον υπάρχει γενετικό υπόβαθρο.
Συμπτώματα της νόσου του Πάρκινσον
Η νόσος εκδηλώνεται συχνά (περίπου στα 2/3) αλλά όχι πάντα, με τρόμο (τρέμουλο – εκτός εάν πρόκειται για ιδιοπαθή τρόμο) και δυσκαμψία. Άλλο χαρακτηριστικά της νόσου είναι η βραδύτητα στις κινήσεις, ιδιαίτερα στις επαναλαμβανόμενες όπως η βάδιση, που αρχίζει να γίνεται με μικρά, συρόμενα βήματα και η μείωση της εκφραστικότητας του προσώπου. Συνοδεύεται από διαταραχές του ύπνου και του αυτονόμου νευρικού συστήματος και μπορεί να εκδηλωθεί με κατάθλιψη και άγχος. Στα αρχικά στάδια συνδυάζεται και με ήπιες συνήθως νοητικές διαταραχές, που με την εξέλιξη της νόσου, εντείνονται.
Η κλινική εικόνα του Παρκινσονισμού μπορεί να υποκρύπτει πολλά αίτια όπως οι εγκεφαλικές αγγειακές βλάβες (Αγγειακός Παρκινσονισμός), σε λήψη φαρμάκων (Φαρμακευτικός Παρκινσονισμός), σε Υδροκέφαλο, καθώς και σε μια σειρά από άλλα Νευροεκφυλιστικά Νοσήματα.
Το Πάρκινσον είναι μία νόσος που εξελίσσεται. Η προχωρημένη νόσος έχει πολύ περισσότερες κινητικές και μη κινητικές εκδηλώσεις. Ο ασθενής παρουσιάζει μεγαλύτερα και συχνότερα διαστήματα που είναι off (ανεπαρκής έλεγχος των κινητικών και μη συμπτωμάτων της νόσου), . Εμφανίζονται κινητικές επιπλοκές, με έντονες κινητικές διακυμάνσεις, με περιόδους μη καλής ανταπόκρισης στην από του στόματος φαρμακευτική αγωγή και με δύσκολα διαχειρίσιμες υπερβολικές ακούσιες κινήσεις, που ονομάζονται υπερκινησίες. Επίσης, μπορεί να «παγώνει», να έχει αστάθειας στην βάδιση και άλλες διαταραχές κίνησης, νευροψυχιατρικά προβλήματα και νοητική έκπτωση.
Διάγνωση του Πάρκινσον
Ο Νευρολόγος λαμβάνει το ιστορικό του ασθενούς και τον εξετάζει κλινικά. Η εμπειρία του Ιατρού είναι αναγκαία διότι δεν υπάρχει παρακλινική εξέταση που να επιβεβαιώνει τη νόσο.
Παρ΄όλα αυτά, ο Ιατρός κατά περίπτωση μπορεί να παραπέμψει για εξετάσεις (Μαγνητική Τομογραφία Εγκεφάλου, σπινθηρογράφημα DAT-Scan για την πιστοποίηση βλάβης της μελαινοραβδωτής οδού κ.α), εάν κρίνεται κλινικά σκόπιμο.
Θεραπεία του Πάρκινσον
Μετά τη μελέτη των εξετάσεων, χορηγεί την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Αρκετά φάρμακα δεν θεραπεύουν πλήρως αλλά βελτιώνουν σημαντικά τα συμπτώματα για πολλά χρόνια, βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Δεν σταματούν όμως την εξέλιξη της νόσου. Η φαρμακευτική θεραπεία στηρίζεται στην κυρίως, αν και όχι αποκλειστικά, στην αναπλήρωση των επιπέδων ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Η ντοπαμίνη είναι νευροδιαβιβαστής που παράγεται από τους νευρώνες της μέλαινας ουσίας. Οι νευρώνες αυτοί εκφυλλίζονται από τη νόσο του Πάρκινσον και δεν παράγουν ντοπαμίνη, ανάγκη την οποία έρχεται να καλύψει η φαρμακευτική αγωγή. Αυτή έχει κύριο εκπρόσωπο τη λεβοντόπα (επίσης τους αγωνιστές ντοπαμίνης, καθώς και αρκετά άλλα φάρμακα). Ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της λεβοντόπα συσχετίζεται με επιπλοκές, όπως έντονες διακυμάνσεις στην κινητικότητα (on-off) και δυσκινησίες.
Σε περίπτωση άτυπων παρκινσονικών συνδρόμων, σε αντίθεση με το Πάρκινσον, δεν υπάρχει ικανοποιητική ή και καθόλου ανταπόκριση στην θεραπεία υποκατάστασης με φάρμακα ντοπαμίνης.